μπεσαλίδικος

μπεσαλίδικος
-η, -ο [μπεσαλής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεσαλή, τίμιος, έμπιστος.
επίρρ...
μπεσαλίδικα
με μπεσαλίδικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”